- έπυδρος
- ἔπυδρος, -ον (Α)βλ. έφυδρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔπυδρος — ἔφυδρος moist masc/fem nom sg (ionic) ἔπυδρος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφυδρος — η, ο (ΑΜ ἔφυδρος, ον, Α ιων. τ. ἔπυδρος, ον) υγρός, βροχερός αρχ. 1. (για τον δυτικό άνεμο) νοτερός, αυτός που φέρνει βροχή («αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει άφθονο νερό («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος… … Dictionary of Greek